Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τρανορινόλοφος -
Rhinolophus ferrumequinum, (Schreber, 1774)

Είναι μεγάλου μεγέθους νυχτερίδα (και η μεγαλύτερη της οικογένειας Rhinolophidae) με άνοιγμα φτερών έως και 40 εκατοστά και  βάρος που κυμαίνεται από 18 έως 24 γραμμάρια.  Το τρίχωμα της ράχης είναι καφέ ή καφέ-γκρίζο, συχνά με κοκκινωπές άκρες. Η κοιλιακή χώρα έχει άσπρο – γκρι προς άσπρο – κίτρινο χρώμα. Η άνω προεξοχή της σέλλας είναι στρογγυλή στην άκρη, ενώ η κάτω είναι κοντή.

Εξαπλώνεται στη ΝΔ Αγγλία και την Ουαλία και στην ηπειρωτική Ευρώπη (εκτός από τις Σκανδιναβικές χώρες, την Ολλανδία και το μεγαλύτερο μέρος της Γερμανίας, της Τσεχίας και της Πολωνίας). Απαντάται επίσης στα μεγαλύτερα τουλάχιστον νησιά της Μεσογείου, τη Βορειοδυτική Αφρική και μέσω των Βαλκανίων, της Ανατολίας και της Μέσης Ανατολής, έως και την Κορέα και την Ιαπωνία (απουσιάζει όμως από την Ινδία). Οι πληθυσμοί της ανατολικής Ασίας πιθανώς απαρτίζουν διαφορετικό είδος. 

Στην Ελλάδα είναι πολύ κοινό, καθώς απαντάται σε όλη την ηπειρωτική χώρα, ενώ έχει εντοπιστεί και σε  πολλά νησιά του Αιγαίου και του Ιόνιου πελάγους και την Κρήτη. 

Προτιμάει σχετικά θερμές περιοχές με ποικιλία οικοτόπων (δάση, θαμνώνες, βοσκοτόπια και καλλιέργειες) και σπάνια εποικίζει περιοχές με υψόμετρο άνω των 1500 μ. Συχνά απαντάται και σε υγροτόπους με πλούσια δενδρώδη βλάστηση, αλλά και κατοικημένες περιοχές. Το φθινόπωρο και το χειμώνα καταφεύγει σε σπήλαια και ορυχεία, όπου πέφτει σε λήθαργο όταν η τροφή είναι λιγοστή. Στην Ελλάδα και άλλες Μεσογειακές χώρες σχηματίζει αναπαραγωγικές αποικίες κυρίως σε σπήλαια και ορυχεία. Στις πιο  βόρειες χώρες γεννάει σχεδόν αποκλειστικά σε κτήρια. Στη μεσόγειο ο Τρανορινόλοφος συχνά χρησιμοποιεί τα ίδια καταφύγια με άλλους ρινόλοφους, αλλά και με είδη των γενών Myotis και Miniopterus.

Πετάει σχετικά αργά, κοντά στη βλάστηση ή το έδαφος και κυνηγάει σε ακτίνα μέχρι και 16 χιλιόμετρα από το καταφύγιό του. Σημαντικό μέρος του κυνηγιού γίνεται από κούρνιες (κλαδιά δέντρων ή κατακόρυφα βράχια): καθώς κρέμεται, σαρώνει με τους υπέρηχους που εκπέμπει τα περίχωρα και επιτίθεται στα έντομα που το πλησιάζουν. Κυνηγάει ακόμα και το χειμώνα, όταν ο καιρός είναι ήπιος. Τρέφεται κυρίως με σκαραβαίους και κοπροφάγα σκαθάρια (που αναζητεί σε βοσκοτόπια) και νυχτοπεταλούδες, αλλά και με μικρότερα ιπτάμενα έντομα, ενίοτε και αράχνες.

Το ζευγάρωμα συνήθως γίνεται στα τέλη του καλοκαιριού ή το φθινόπωρο, ενίοτε όμως το χειμώνα ή την άνοιξη. Τα αρσενικά επιλέγουν τα “ερωτικά καταφύγιά” τους, τα οποία επισκέπτονται τα θηλυκά για να διαλέξουν σύντροφο. Τα θηλυκά ωριμάζουν αναπαραγωγικά μεταξύ του δεύτερου (Βαλκάνια) και του πέμπτου έτους (Μ. Βρετανία). Μόνο ένα νεογνό γεννιέται κάθε χρόνο, το οποίο αρχίζει να πετάει στις τρεις ή τέσσερεις εβδομάδες και ανεξαρτητοποιείται 1-2 εβδομάδες αργότερα. Η μέγιστη καταγεγραμμένη ηλικία είναι τα 30.5 χρόνια. 

Περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της σύμβασης της Βέρνης και της σύμβασης της Βόννης. Περιλαμβάνεται επίσης στα παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας  92/43 της ΕΕ. Επίσης προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Λόγω της ευρύτατης κατανομής του θεωρείται ως είδος μειωμένου ενδιαφέροντος (LC) τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως (IUCN). Έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη Γερμανία και έχει υποστεί σημαντικές μειώσεις πληθυσμών στο Η. Βασίλειο, λόγω της χρήσης αγροχημικών, αντιπαρασιτικών και χημικών συντηρητικών ξύλου, αλλά και της υποβάθμισης των καταφυγίων και των λοιπών οικοτόπων του.