Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τρανονυχτερίδα -
Eptesicus serotinus (Schreber, 1774)

Είναι μεγάλου μεγέθους νυχτερίδα με άνοιγμα πτερύγων 31 με 38 εκατοστά και βάρος που κυμαίνεται από 18 έως 25 γραμμάρια. Έχει μετρίου μεγέθους αυτιά με στρογγυλό τράγο στην άκρη. Το τρίχωμα της πλάτης είναι σκούρο έως κοκκινωπό καφέ, ενώ αυτό της κοιλιάς είναι πιο ανοικτόχρωμο έως και κιτρινο-καφέ. Το προσωπο, τα αυτιά και οι πτέρυγες είναι σκούρα καφέ.

Εξαπλώνεται σε όλη την ηπειρωτική και μεσογειακή Ευρώπη, αλλά και στην Αγγλία και τη νότια Σουηδία. Επίσης είναι παρόν στη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, μέχρι και τα Ιμαλάια. Πρόσφατες γενετικές αναλύσεις έδειξαν ότι οι  πληθυσμοί της νότιας Ιβηρικής, της βορειοδυτικής Αφρικής και ανατολικά των Ιμαλαϊων ανήκουν σε ξεχωριστά είδη.

Έχει βρεθεί σε όλους σχεδόν τους νομούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και σε νησιά του βόρειου Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους και την Κρήτη.

Απαντάται σε μεγάλη ποικιλία οικοτόπων: ανοικτές εκτάσεις με διάσπαρτα δέντρα, καλλιέργειες, κατοικημένες περιοχές και υγρότοποι, αλλά φαίνεται να αποφεύγει τα πυκνά δάση. Καταφεύγει σε κοιλότητες δέντρων, χαραμάδες βράχων και εισόδους σπηλαίων, αλλά κυρίως σε ανθρώπινες κατασκευές (σπίτια, γέφυρες, τεχνητά καταφύγια κ.α.).

Έχει σχετικά γρήγορη αλλά ευέλικτη πτήση. Αναζητάει την τροφή στα άκρα δασών, υγρότοπους αλλά και φωταγωγημένους δρόμους, μέχρι και 12 χιλιόμετρα μακριά από τα καταφύγιά του. Η μέγιστη καταγεγραμμένη ηλικία είναι τα 24 χρόνια.

Ζευγαρώνει το Σεπτέμβρη ή τον Οκτώβρη, οπότε τα αρσενικά υπερασπίζονται τις επικράτειές τους με πολύ σθένος. Οι αναπαραγωγικές αποικίες απαρτίζονται από 10 έως 300 θηλυκά. Ένα μόνο μικρό γεννιέται, συνήθως τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο, ενίοτε και τον Αύγουστο. Οι πρώτες πτήσεις των νεαρών πραγματοποιούνται μετά από τρεις εβδομάδες, ενώ ο απογαλακτισμός γίνεται στις πέντε εβδομάδες περίπου.

Τρέφεται με διάφορα είδη σκαραβαίων και κοπροφάγων σκαθαριών, αλλά και νυχτοπεταλούδες, ημίπτερα, ορθόπτερα, δίπτερα και υμενόπτερα, ανάλογα με την αφθονία τους.

Περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της σύμβασης της Βέρνης και της σύμβασης της Βόννης και στο παραρτήμα IV της Οδηγίας  92/43 της ΕΕ, σύμφωνα με τα κριτήρια της όμως, η κατάστασή διατήρησής του στην Ελλάδα παραμένει άγνωστη. Επίσης προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Θεωρείται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC) παγκοσμίως (IUCN) και στην Ελλάδα, καθώς έχει ευρεία κατανομή και είναι είδος σχετικά ευρύοικο. Απειλείται από την απώλεια ή την υποβάθμιση των χώρων αναζήτησης τροφής και από την ανακαίνιση των κτηριών όπου καταφεύγει.

Στα νότια παράλια της βόρειας και της Βαλτικής θάλασσας σημαντικό ποσοστό των ατόμων (μέχρι και 25%) είναι φορείς του (θανατηφόρου για τον άνθρωπο) Ευρωπαϊκού Ιού Λύσσας των Νυχτερίδων I (EBLV I). Καθώς όμως τα μολυσμένα ζώα δεν είναι επιθετικά παρά μόνο αμυνόμενα, ο κίνδυνος για τους ανθρώπους είναι ασήμαντος. Ελάχιστες είναι οι αναφορές για μολυσμένες νυχτερίδες (όχι όμως για ανθρώπους) στη νοτιοανατολική Ευρώπη, με κοντινότερη στην Ελλάδα μία αναφορά στην κεντρική Ρουμανία.