Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μυωτίδα του Natterer -
Myotis nattereri (Kuhl, 1817)

Είναι μικρή νυχτερίδα με άνοιγμα πτερύγων 24-30 εκατοστά και βάρος 7-10 γραμμάρια. Η ασπριδερή γκρίζα γούνα της κοιλιάς οριοθετείται ξεκάθαρα από την καφέ-γκρίζα γούνα της πλάτης. Ο τράγος κυρτώνει ελαφρά προς τα μπροστά και είναι μακρύτερος από το μισό μήκος του αυτιού. Το σπιρούνι έχει σχήμα «S» και είναι μακρύ διατρέχοντας περίπου τα 2/3 του άκρου του ουροπατάγιου το οποίο καλύπτεται από δύο σειρές από κοντές σκληρές τρίχες. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά αποτελούν βασικά στοιχεία αναγνώρισης του είδους.

Εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Μ. Βρετανία και τη νότια Σκανδιναβία στα βόρεια μέχρι και τη Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων νησιών (Βαλεαρίδες, Κορσική, Σικελία). Πιθανώς απουσιάζει από την Ιβηρική χερσόνησο και τη βορειοδυτική Αφρική, όπου εξαπλώνεται το συγγενικό M. escalerai. Παρομοίως, κάποιοι πληθυσμοί της Κύπρου, της Ανατολίας και της Μ. Ανατολής ίσως ανήκουν στο M. schaubi. Έχει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα, καθώς έχει βρεθεί σε σχετικά λίγες θέσεις σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας με μόνη εξαίρεση το νότιο Αιγαίο.

Απαντάται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι το δασοόριο και προτιμάει δάση και ανοιχτές δασώδεις περιοχές, δενδροκαλλιέργειες και όχθες υδατοσυλλογών. Στην κεντρική Ευρώπη οι θερινές αποικίες βρίσκονται κυρίως σε δέντρα, τεχνητά καταφύγια και κτίσματα. Στη Μεσόγειο κυρίως σε σχισμές βράχων και τοίχους. Ως χειμερινά καταφύγια χρησιμοποιούνται βραχώδεις σχισμές, σπηλιές, κελάρια στα βουνά και άλλες στοές, ακόμα και σωροί από πέτρες στο έδαφος.

Έχει πολύ ευέλικτη πτήση, πετά αργά κοντά στη βλάστηση και μπορεί να  περιίπταται  πάνω από το έδαφος. Συλλέγει τη λεία της με το ουροπατάγιο πάνω από επιφάνειες (φύλλα, κλαδιά, έδαφος) και πιστεύεται ότι οι σκληρές τρίχες στο σπιρούνι παίζουν ρόλο αισθητηρίου οργάνου που τη βοηθά να την εντοπίζει. Η μέγιστη μέχρι σήμερα γνωστή ηλικία είναι τα 21,5 χρόνια.

Οι αναπαραγωγικές αποικίες αριθμούν το πολύ 100 θηλυκά και συχνά χρησιμοποιούν ένα δίκτυο καταφυγίων αλλάζοντας θέσεις κάθε 2-5 μέρες. Γεννά ένα μικρό τον Ιούνιο, το οποίο πετά στις 3 εβδομάδες και στις 4 εβδομάδες κυνηγάει ανεξάρτητα, ενώ λίγο αργότερα οι αποικίες διασκορπίζονται. Τα θηλυκά ωριμάζουν αναπαραγωγικά από το πρώτο τους φθινόπωρο. Ζευγαρώνουν τόσο σε θέσεις φθινοπωρινής συρροής, από τον Αύγουστο μέχρι το Νοέμβριο, όσο και στα χειμερινά καταφύγια.   

Τρέφεται συνήθως με μη ιπτάμενα αρθρόποδα, όπως αράχνες, φαλάγγια, ενίοτε σε σημαντικό βαθμό και  κολεόπτερα και λεπιδόπτερα.

Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης και της Βόννης, καθώς και στο Παράρτημα IV της Οδηγίας 92/43 της ΕΕ. Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Κατατάσσεται διεθνώς από την IUCN στα είδη Μειωμένου Ενδιαφέροντος. Στην Ελλάδα κατατάσσεται στα Σχεδόν Απειλούμενα καθώς αναφέρεται σε σχετικά λίγες θέσεις, σχηματίζει ευαίσθητες αποικίες και οι πληθυσμοί του πιθανά είναι κατακερματισμένοι.