Μικρορινόλοφος
-
Rhinolophus hipposideros, (Bechstein, 1800)
Είναι από τις μικρότερες νυχτερίδες της Ευρώπης και η μικρότερη της οικογένειας Rhinolophidae με άνοιγμα πτερύγων έως και 25 εκατοστά και βάρος που κυμαίνεται από 4 έως 7 γραμμάρια. Το τρίχωμα της ράχης είναι καφέ-γκρίζο ή καφέ-κίτρινο, ενώ στην κοιλιακή χώρα είναι ασπρο-γκρι. Η άνω προεξοχή της σέλλας είναι πιό κοντή από την κάτω.
Εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη (εκτός της Ολλανδίας και των Σκανδιναβικών χωρών) και σε πολλά νησιά της Μεσογείου, την Ουκρανία και τη βορειοδυτική Αφρική . Επίσης, απαντάται στη δυτική Αραβική χερσόνησο και μέσω της Μέσης Ανατολής και της Ανατολίας, στον Καύκασο, το Ιράν και μέχρι τα Ιμαλάια.
Είναι από τα πιο κοινά χειρόπτερα της Ελλάδας, καθώς έχει εντοπιστεί σε όλη την ηπειρωτική χώρα και σε πολλά νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους και την Κρήτη.
Ο μικρορινόλοφος απαντάται σε περιοχές με μωσαϊκά ενδιαιτημάτων, δείχνοντας προτίμηση σε δάση, δενδροκαλλιέργειες και θέσεις με γλυκό νερό και πλούσια βλάστηση, ακόμα και σε κατοικημένες περιοχές. Το φθινόπωρο και το χειμώνα πέφτει σε λήθαργο μέσα σε σπήλαια, ορυχεία και άλλους υπόγειους χώρους. Οι αναπαραγωγικές αποικίες σχηματίζονται σε στέγες σπιτιών, μέσα σε εγκαταλελειμμένα κτήρια και σε απομακρυσμένα ξωκλήσια. Στα νοτιότερα πεδινά τις συναντάμε και σε σπήλαια και ορυχεία.
Συχνά μοιράζεται τα καταφύγιά του με άλλους ρινόλοφους, αλλά και με είδη των γενών Myotis και Plecotus και οι αποικίες του σπανίως ξεπερνούν τα 100 άτομα. Έχει πολύ ευέλικτη πτήση και συνήθως κυνηγάει κοντά σε θάμνους ή κάτω από δέντρα, σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων από το καταφύγιό του. Κυνηγάει ακόμα και το χειμώνα, όταν ο καιρός είναι ήπιος. Τρέφεται κυρίως με Δίπτερα (οικογένεια Tipulidae αλλά και κουνούπια), Υμενόπτερα, Νευρόπτερα και μικρές νυχτοπεταλούδες.
Το ζευγάρωμα σε αυτό το είδος γίνεται το φθινόπωρο ή το χειμώνα, μέσα στα καταφύγια. Τα θηλυκά γεννάνε ένα μόνο μικρό (ξεκινώντας συνήθως από το δεύτερο έτος της ηλικίας τους), αλλά όχι κάθε χρόνο. Τα νεογνά εκπαιδεύονται στην πτήση από τις μανάδες τους στις τρεις εβδομάδες και ανεξαρτητοποιούνται 2-3 εβδομάδες αργότερα. Η μέγιστη καταγεγραμμένη ηλικία είναι τα 21 χρόνια.
Περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της σύμβασης της Βέρνης και της σύμβασης της Βόννης. Περιλαμβάνεται επίσης στα παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας 92/43 της ΕΕ. Επίσης προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Λόγω της ευρύτατης κατανομής του θεωρείται ως είδος μειωμένου ενδιαφέροντος (LC) τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως (IUCN). Εν τούτοις, στις βόρειες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης οι πληθυσμοί του έχουν υποστεί δραματικές μειώσεις λόγω της υποβάθμισης των καταφυγίων του (π.χ. με τη χρήση χημικών συντηρητικών ξύλου) και των λοιπών οικοτόπων του (π.χ. με τη χρήση αγροχημικών).