Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τρανομυωτίδα -
Myotis myotis, Borkhausen, 1797

Είναι μια από τις μεγαλύτερες νυχτερίδες της Ελλάδας με βάρος 20-27 γραμμάρια και άνοιγμα πτερύγων 35-45 εκατοστά. Έχει μεγάλα αυτιά και φαρδύ ρύγχος. Η γούνα της είναι καφέ ή κοκκινωπή καφέ στην πλάτη και διακριτά υπόλευκη στην κοιλιά. Μορφολογικά είναι παρόμοια με το Myotis blythii, αλλά ελαφρώς μεγαλύτερη σε μέγεθος, με μεγαλύτερο μήκος άνω γνάθου (ο βασικός διαγνωστικός χαρακτήρας) και κίτρινες αποχρώσεις στο λαιμό, ενώ στην άκρη του τράγου πολλά άτομα εμφανίζουν μια μικρή μαύρη βούλα. Στο άπειρο μάτι ή σε απόσταση τα δύο αυτά είδη δεν ξεχωρίζονται, ενώ έχει βρεθεί ότι στη Μεσόγειο υβριδίζουν.

Εξαπλώνεται σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη, μέχρι την Πολωνία και την Ουκρανία, με λιγοστές καταγραφές στο νότιο άκρο της Μ. Βρετανίας και της Σουηδίας. Ανατολικά βρίσκεται μέχρι την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή. Στην Ελλάδα έχει αναφερθεί σε αρκετές ηπειρωτικές περιοχές όλων των γεωγραφικών διαμερισμάτων, αλλά και ορισμένα μεγάλα νησιά του Ιόνιου και του βόρειου Αιγαίου Πελάγους. Η πραγματική κατανομή του όμως στη χώρα μας είναι αμφίβολη λόγω της πολύ στενής συγγένειας και ομοιότητας με το M. blythi.

Προτιμά φυλλοβόλα και μικτά δάση, αλλά μπορεί να κυνηγά και σε αμιγή κωνοφόρα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο αραιός ή καθόλου υπόροφος, ώστε να παρέχεται ελεύθερη πρόσβαση στο έδαφος όπου συνήθως κυνηγά τη λεία της. Λιγότερο συχνά κυνηγά και πάνω από ανοικτές εκτάσεις. Στην Ελλάδα οι αποικίες του βρίσκονται σε σπήλαια και ορυχεία όλο το χρόνο. Το καλοκαίρι τα αρσενικά είναι συνήθως μοναχικά σε διάφορους τύπους καταφυγίων.

Κυνηγά γρήγορα και σχετικά ευέλικτα, συχνά σε χαμηλό ύψος λίγων μέτρων πάνω από το έδαφος με τα μεγάλα της αυτιά και το ρύγχος στραμμένα προς τα κάτω. Όταν εντοπίσει λεία από τον ήχο (θρόισμα από φτερούγες εντόμων, κίνηση), εφορμά, καλύπτοντάς τη λεία αρχικά με τις φτερούγες της και στη συνέχεια συλλαμβάνει με το στόμα. Κυνηγά και ιπτάμενα έντομα στον αέρα, οπότε και τα πιάνει με το ουροπατάγιο ή τη φτερούγα. Οι περιοχές κυνηγιού απέχουν από τα καταφύγια μέχρι και 15 χιλιόμετρα, ενίοτε και πιο μακριά.

Σχηματίζει μεγάλες αναπαραγωγικές αποικίες συνήθως της τάξεως των 50-1000 θηλυκών ή και περισσότερων. Στην Ελλάδα μοιράζεται τα καταφύγιά του και με άλλα είδη (γένη Rhinolophus, Myotis και Miniopterus). Γεννά ένα μικρό που ανεξαρτητοποιείται μετά τις 5 εβδομάδες. Οι γεννήσεις στη Μεσόγειο ξεκινούν από τις αρχές Απριλίου και οι αποικίες διασκορπίζονται μέσα με τέλη Αυγούστου, οπότε και ξεκινούν να ζευγαρώνουν. Συνήθως τα αρσενικά προσελκύουν τα θηλυκά «τραγουδώντας» από τα καταφύγιά τους, όπου σχηματίζουν χαρέμια έως και 5 θηλυκών. Μέγιστη γνωστή ηλικία ως σήμερα είναι τα 25 χρόνια.

Τρέφεται συνήθως με μεγάλα (> 1 εκ) είδη αρθροπόδων που ζουν και σέρνονται στο έδαφος, κατ’ αναλογία με τη διαθεσιμότητά τους: κυρίως κάραβους (σκαθάρια), αλλά και χειλόποδα, αράχνες και κάμπιες σκαθαριών.

Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης και της Βόννης, καθώς και στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Oδηγίας 92/43 της ΕΕ. Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Κατατάσσεται διεθνώς από την IUCN στα είδη Μειωμένου ενδιαφέροντος, ενώ στην Ελλάδα στα Σχεδόν Απειλούμενα, καθώς παρουσιάζει μεγάλη εξάρτηση από υπόγεια ενδιαιτήματα και λίγες μεγάλες αποικίες είναι γνωστές. Απειλείται από την τουριστική εκμετάλλευση των σπηλαίων και την υπερβολική χρήση εντομοκτόνων στα δάση και τις καλλιέργειες και τα συντηρητικά ξύλου. Σχεδόν εξαφανίστηκε από τη Γερμανία τη δεκαετία του 1970, αλλά έκτοτε οι πληθυσμοί του ανακάμπτουν με αργό ρυθμό.