Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πυρρομυωτίδα -
Myotis emarginatus, (E. Geoffroy Saint-Hilaire, 1806)

Είναι μικρή σχετικά νυχτερίδα, με βάρος 6-9 γραμμάρια και άνοιγμα πτερύγων μεταξύ 22 και 25 εκατοστών. Η μακρύτριχη γούνα της δίνει την εντύπωση ότι είναι «αναμαλλιασμένη  και είναι χαρακτηριστικά κοκκινωπή στην πλάτη και κιτρινωπή-καφετιά στην κοιλιά. Τα αυτιά της έχουν μια χαρακτηριστική εγκοπή (notch), σχηματίζοντας μια σχεδόν δεξιά γωνία στο εξωτερικό όριό τους και ο λοβός έχει κοκκιώδη υφή. Σε σύγκριση με το εξ, αποστάσεως όμοιο M. nattereri, το σπιρούνι είναι ευθύ και μικρότερο και το άκρο του ουροπατάγιου καλύπτεται από κοντές απαλές τρίχες.

Εξαπλώνεται σε όλη τη Μεσογειακή και κεντρική Ευρώπη μέχρι το Βέλγιο, τη νότια Ολλανδία και τη νότια Πολωνία στα βόρεια. Στα ανατολικά έχει κατακερματισμένη κατανομή μέχρι τα Ιμαλάια και το νότιο Ιράν, ενώ απαντάται και στη βορειοδυτική Αφρική. Είναι κοινή στην Ελλάδα, καθώς έχει αναφερθεί σε αρκετές θέσεις όλης της ηπειρωτικής χώρας, καθώς και στην Κρήτη και σε νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους.

Προτιμάει πλατύφυλλα (κυρίως) δάση με ποικιλία μικροενδιαιτημάτων, στεπώδεις και θαμνώδεις εκτάσεις, αλλά και κτηνοτροφικές περιοχές, όπου κυνηγάει έντομα σε στάνες. Στα νότια της κατανομής του, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, σχηματίζει αποικίες κυρίως σε σπήλαια και ορυχεία (όλο το χρόνο), σπανιότερα σε κτίσματα και σε βραχοσκεπές.

Κυνηγά κοντά στη βλάστηση, στις παρυφές των δασών και ανάμεσα στην κόμη των δέντρων, συλλέγοντας έντομα πάνω από τα φύλλα. Στους στάβλους πιάνει τις μύγες από το ταβάνι και τους τοίχους. Η μέγιστη γνωστή απόσταση ανάμεσα στις περιοχές κυνηγιού και τα θερινά καταφύγια είναι 12,5 χλμ.

Γεννάει ένα μικρό, από τα τέλη Μαΐου ως τα μέσα Ιουλίου. Ορισμένα θηλυκά ζευγαρώνουν από το πρώτο φθινόπωρο. Οι αναπαραγωγικές αποικίες χρησιμοποιούν ένα δίκτυο γειτονικών καταφυγίων και συχνά αριθμούν 20 έως 500 θηλυκά, ενίοτε έως μερικές χιλιάδες, ενώ περιλαμβάνουν και μερικά αρσενικά. Στις μεσογειακές περιοχές συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, συνήθως βρίσκονται στα σπήλαια μαζί με άλλα είδη (γένη Rhinolophus, Myotis, και Miniopterus). Η μέγιστη γνωστή ηλικία είναι τα 18 χρόνια.

Τρέφεται κυρίως με αράχνες, φαλάγγια, δίπτερα, νευρόπτερα και λεπιδόπτερα, πολύ λιγότερο με κολεόπτερα και υμενόπτερα. Οι μύγες του γένους Musca αποτελούν το κύριο ποσοστό των υπολειμμάτων στα περιττώματα ατόμων που τρέφονται σε στάβλους.

Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης και της Βόννης, καθώς και στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Oδηγίας 92/43 της ΕΕ. Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Κατατάσσεται διεθνώς από την IUCN στα είδη Μειωμένου Ενδιαφέροντος. Στην Ελλάδα κατατάσσεται στα Σχεδόν Απειλούμενα καθώς, ενώ έχει ευρεία εξάπλωση, παρουσιάζει μεγάλη εξάρτηση από τα σπήλαια και άλλα υπόγεια ενδιαιτήματα και οι πληθυσμοί του είναι μάλλον κατακερματισμένοι. Στο βόρειο άκρο της κατανομής του οι πληθυσμοί έχουν μειωθεί σημαντικά εξαιτίας απώλειας των βιοτόπων κυνηγιού του και της χρήσης αγροχημικών, ενώ ο κατακερματισμός του τοπίου λόγω της κατασκευής δρόμων είναι εξίσου σημαντική απειλή. Απειλείται και από την τουριστική εκμετάλλευση σπηλαίων και γενικότερα την όχληση σε υπόγεια καταφύγια.