Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ποδαρομυωτίδα -
Myotis capaccinii, Bonaparte, 1837

Πρόκειται για νυχτερίδα μικρού μεγέθους, με άνοιγμα πτερύγων 23 ως 26 εκατοστά και βάρος 7-10 γραμμάρια. Η γούνα του είναι γκρίζα με καφετιά απόχρωση στην πλάτη και ασπριδερή γκρίζα στην κοιλιά. Έχουν χαρακτηριστικά μεγάλα και δυνατά πέλματα (μήκος άνω του μισού της κνήμης) με μακριές τρίχες. Ο τράγος έχει ελαφριά σχήμα «S» γνώρισμα το οποίο επιτρέπει την εύκολη διάκριση από το όμοιο είδος Myotis daubentonii.

Περιορίζεται στις χώρες της Μεσογείου και τα Βαλκάνια, από την ανατολική Ιβηρική Χερσόνησο έως τις παράκτιες περιοχές της Τουρκίας, το Ισραήλ, το Λίβανο και την Ιορδανία, καθώς και τη βορειοδυτική Αφρική. Στη δυτική Μεσόγειο έχει κατανομή κατακερματισμένη και περιορίζεται σε λίγες παράκτιες περιοχές, ενώ στη Βαλκανική Χερσόνησο εξαπλώνεται και στις ηπειρωτικές περιοχές. Στην Ελλάδα έχει αναφερθεί σε αρκετές ηπειρωτικές θέσεις, σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα, ενώ το συναντάμε και στην Κρήτη, το Ιόνιο και το βόρειο Ιόνιο Πέλαγος.

Προτιμά περιοχές με μεσογειακά και ήπια ηπειρωτικά κλίματα, πλούσιες σε σπήλαια ή ορυχεία, όπου σχηματίζει αποικίες μερικών δεκάδων έως χιλιάδων ατόμων. Αναζητάει την τροφή του σε υδάτινες επιφάνειες (λεκάνες απορροής ποταμών με σημαντική παρόχθια βλάστηση και κοντά σε μεγάλες λίμνες), ενίοτε σε δάση και θαμνότοπους.

Κυνηγά σε απόσταση μερικών εκατοστών πάνω από την επιφάνεια του νερού (ακόμα και στη θάλασσα ή λιμνοθάλασσες), «ψαρεύοντας» τη λεία της με τα μεγάλα της πόδια και το ουροπατάγιο. Οι αποστάσεις των περιοχών κυνηγιού από τα καταφύγια στην Ελλάδα ξεπερνούν τα 26 χιλιόμετρα (μέσος όρος 13,6 χιλιόμετρα). Μεταναστεύει σε αποστάσεις έως 150 χιλιομέτρων, χρησιμοποιώντας σπήλαια και ορυχεία ως ενδιάμεσους σταθμούς για ξεκούραση.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των θηλυκών (70% περίπου) φτάνει την αναπαραγωγική ωριμότητα και ζευγαρώνει τον πρώτο χρόνο. Γεννά ένα μικρό, νωρίς συγκριτικά με άλλα είδη, από αρχές μέχρι τέλη Μαΐου στη Βαλκανική Χερσόνησο, αργότερα στην Ιβηρική. Το αναπαραγωγικό τους σύστημα δεν είναι γνωστό, αλλά μάλλον ζευγαρώνουν το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη.

Τρέφεται κυρίως με δίπτερα της οικογένειας Chironomidae και τριχόπτερα. Στην Ισπανία και το Ισραήλ έχουν βρεθεί λέπια και κόκκαλα από μικρά ψάρια στα περιττώματά τους.

Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης και της Βόννης, καθώς και στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Oδηγίας 92/43 της ΕΕ. Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Κατατάσσεται από την IUCN στα Τρωτά είδη, καθώς εξαρτάται από εξειδικευμένα ενδιαιτήματα, ενώ οι πληθυσμοί του έχουν υποστεί συρρίκνωση ιδιαίτερα στη δυτική Μεσόγειο (Ισπανία, Γαλλία). Στην Ελλάδα κατατάσσεται στα Σχεδόν Απειλούμενα Είδη, καθώς έχει ευρεία αλλά μάλλον κερματισμένη εξάπλωση, σχηματίζοντας μεγάλες ευάλωτες αποικίες σε υπόγεια καταφύγια. Κύριες απειλές είναι η τουριστική εκμετάλλευση των σπηλαίων και γενικότερα η όχληση σε αυτά, η κατάρρευση εγκαταλειμμένων ορυχείων και η ρύπανση των υδάτων.