Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μικρομυωτίδα -
Myotis blythii, Tomes, 1857

Πρόκειται για μεσαίου μεγέθους νυχτερίδα, με αρκετά μεγάλα αυτιά. Είναι μορφολογικά παρόμοιο αλλά μικρότερο από το M. myotis. Το ρύγχος και τα αυτιά είναι επίσης κοντύτερα και πιο στενά, αλλά η διάκριση από το M. Myotis είναι εξαιρετικά δύσκολη. Το άνοιγμα των πτερύγων κυμαίνεται από 30 έως 40 εκατοστά και το βάρος από 19 έως 26 γραμμάρια. Η γούνα στην πλάτη είναι καφέ με γκριζωπή απόχρωση και η κοιλιά διακριτά υπόλευκη. Συχνά η γούνα ανάμεσα στα αυτιά έχει μια ανοιχτόχρωμη κηλίδα.

Εξαπλώνεται σε όλες τις μεσογειακές χώρες της Ευρώπης και την Πορτογαλία, μέχρι τη νότια Τσεχία, τη Σλοβακία και την Ουκρανία στα βόρεια, συνεχίζοντας ανατολικά μέχρι τη Βορειοανατολική Κίνα. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι οι πληθυσμοί του δυτικά της Ανατολίας ανήκουν στο διακριτό είδος Myotis oxygnathus. Έχει βρεθεί σε έναν μεγάλο αριθμό θέσεων σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη και σε πολλά νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους.

Απαντάται συνήθως σε ανοικτές εκτάσεις, ενίοτε και σε παρυφές των δασών, αλλά αποφεύγει δασικές εκτάσεις όπου το «αντικαθιστά» η Τρανομυωτίδα. Στην Ελλάδα σχηματίζει αποικίες σχεδόν αποκλειστικά σε υπόγεια καταφύγια (σπήλαια, ορυχεία κ.α.). Στην Κρήτη τον χειμώνα το συναντάμε μόνο σε ορεινά σπήλαια (άνω των 1000μ), όπου διαχειμάζει. Τα χειμερινά καταφύγιά του στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι εν πολλοίς άγνωστα.

Πετάει ευέλικτα σε χαμηλό ύψος πάνω από το έδαφος και κοντά στα φυτά συλλέγοντας τη λεία του, συχνά πραγματοποιώντας εφορμήσεις. Σε σημαντικό βαθμό εντοπίζει τη λεία του από τον ήχο που αυτή παράγει καθώς κινείται. Μπορεί να πετάξει μέχρι και λίγες δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από το καταφύγιό του, αναζητώντας τροφή.

Τρέφεται κυρίως με τριζόνια, δίπτερα, σκαθάρια, ακρίδες και κρεμμυδοφάγους. Στη Μεσόγειο και με Μάντιδες και κάμπιες λεπιδόπτερων.

Τα θηλυκά γεννούν το Μάιο ή τον Ιούνιο από ένα μικρό. Στην Ελλάδα οι αναπαραγωγικές αποικίες στα σπήλαια είναι συνήθως μικτές με άλλα είδη (γένη Rhinolophus, Myotis και Miniopterus) και αριθμούν έως μερικές εκατοντάδες θηλυκά. Οι αποικίες διασκορπίζονται τον Αύγουστο, οπότε ξεκινά το ζευγάρωμα. Η μέγιστη ηλικία που έχει καταγραφεί ως σήμερα είναι τα 33 χρόνια.

Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης και της Βόννης, καθώς και στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Oδηγίας 92/43 της ΕΕ. Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Κατατάσσεται τόσο διεθνώς από την IUCN όσο και στην Ελλάδα στα είδη Μειωμένου Ενδιαφέροντος, καθώς, αν και απειλείται σημαντικά από την τουριστική εκμετάλλευση σπηλαίων, την κατάρρευση εγκαταλειμμένων ορυχείων και τη γενικότερη υποβάθμιση των καταφυγίων του, αλλά και τη χρήση αγροχημικών, έχει ευρεία εξάπλωση και γενικά εμφανίζεται σε αφθονία.