Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ρινόλοφος του Méhelÿ -
Rhinolophus mehelyi, Matchie, 1901

Είναι μετρίου μεγέθους νυχτερίδα, ελαφρώς μεγαλύτερη από το Rhinolophus euryale και μικρότερη από το R. ferrumequinum, με άνοιγμα πτερύγων έως και 34 εκατοστά βάρος που κυμαίνεται από 10 έως 18 γραμμάρια. Το τρίχωμα της κοιλιάς και του προσώπου είναι ανοικτόχρωμο (σχεδόν άσπρο), ενώ στην ράχη είναι γκρίζο-καφέ. Τα περισσότερα ενήλικα άτομα έχουν σκουρόχρωμες τρίχες γύρω από τα μάτια, σαν "μάσκα", κάτι που ενίοτε παρατηρείται και σε άλλα είδη του γένους. Η πάνω προεξοχή της σέλλας είναι ελαφρώς στρογγυλεμένη, ενώ μόνο σε αυτό το είδος το λογχίδιο στενεύει απότομα από το μέσο μέχρι την άκρη του. Στο τέταρτο δάκτυλο η πρώτη φάλαγγα έχει λιγότερο από μισό μήκος από την δεύτερη, σε αντίθεση με το R. blasii.

Έχει κατακερματισμένη κατανομή στη Μεσόγειο, όπου είναι παρόν σε όλες τις χώρες εκτός από αυτές της Αδριατικής και την ηπειρωτική Ιταλία. Τις τελευταίες δεκαετίες εξαφανίστηκε από την Κροατία και έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη Γαλλία. Εξαπλώνεται επίσης στη Βουλγαρία, τη νοτιοανατολική Ρουμανία και τη Μολδαβία, αλλά και τη νότια Ρωσία, μέχρι το Αφγανιστάν, το Ιράν και το Ιράκ. 

Στην Ελλάδα έχει εντοπιστεί στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία, τη Θράκη, την Αττική, την Πελοπόννησο και τη Λέσβο. Πιθανότατα έχει ευρύτερη κατανομή στη χώρα, αν και δεν φαίνεται να είναι κοινό, ούτε άφθονο.

Προτιμά καρστικές περιοχές χαμηλού ή μέτριου υψομέτρου με σπήλαια τα οποία χρησιμοποιεί σαν καταφύγια. Επίσης σχηματίζει αποικίες σε ορυχεία και πιο σπάνια σε κτήρια και κελάρια. Αναζητάει την τροφή του σε περιοχές με χαμηλή βλάστηση (αρόσιμες εκτάσεις, στεπώδεις περιοχές) και λίγα δέντρα, αλλά και σε δρυοδάση και ελαιώνες. Έχει ευέλικτη πτήση που του επιτρέπει να αναζητάει την τροφή του κοντά στο έδαφος. Ενίοτε κρέμεται από κλαδιά ψηλών φυτών και σαρώνει τα περίχωρα για περαστικά έντομα.

Οι αποικίες του σπάνια ξεπερνούν τα 500 άτομα. Συνήθως σχηματίζουν πυκνές συναθροίσεις με άλλα είδη (τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι). Το φθινόπωρο σχηματίζει μέσα σε σπήλαια πυκνές συναθροίσεις με αρσενικά και θηλυκά άτομα, σε κοντινές αποστάσεις από τις οποίες πραγματοποιείται το ζευγάρωμα. Οι γεννήσεις γίνονται από τις αρχές του Ιουνίου έως τα μέσα του Ιουλίου. Τα θηλυκά γίνονται αναπαραγωγικά ώριμα το δεύτερο ή τον τρίτο χρόνο της ζωής τους και γεννάνε ένα μόνο μικρό, το οποίο αρχίζει να πετάει έξω από το καταφύγιό του μετά από ένα μήνα περίπου. Η μέγιστη καταγεγραμμένη ηλικία είναι τα 12 χρόνια.

Τρέφεται κατά κύριο λόγο με νυχτοπεταλούδες, και λιγότερο με σκαθάρια, οδοντόγναθα, δίπτερα και άλλα έντομα.

Περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της σύμβασης της Βέρνης και της σύμβασης της Βόννης. Περιλαμβάνεται επίσης στα παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας  92/43 της ΕΕ. Επίσης προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Λόγω της σημαντικής μείωσης των πληθυσμών του σε πολλές χώρες θεωρείται ως είδος Τρωτό (VU) παγκοσμίως (IUCN). Το ίδιο χαρακτηρισμό έχει και στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας, καθώς λίγες μεγάλες αποικίες του είναι γνωστές και η κατανομή του στην Ελλάδα είναι κατακερματισμένη. Απειλείται από την υποβάθμιση των καταφυγίων του (όχληση κ.α.) και των βιοτόπων όπου τρέφεται.