Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ρινόλοφος του Blasius -
Rhinolophus blasii, (Peters, 1866)

Είναι μετρίου μεγέθους νυχτερίδα με άνοιγμα πτερύγων έως και 28 εκατοστά και βάρος από 10 έως 14 γραμμάρια. Το τρίχωμα της ράχης είναι ωχρό καφέ ή κιτρινωπό με ασπριδερή βάση, ενώ στην κοιλιακή χώρα είναι λίγο πιο ανοικτόχρωμο. Και οι δύο προεξοχές της σέλας είναι οξύληκτες, ενώ μόνο σε ορισμένα άτομα αυτού του είδους η δερματική πτύχωση κάτω από το λογχίδιο έχει μία οδόντωση στη μέση. Στο τέταρτο δάκτυλο η πρώτη φάλαγγα έχει μήκος μεγαλύτερο από το μισό της δεύτερης, σε αντίθεση με τα παρόμοια Rhinolophus euryale & R. mehelyi όπου η δεύτερη είναι υπεριπλάσια της πρώτης. 

Έχει ευρεία, αλλά κατακερματισμένη κατανομή στην ανατολική υποσαχάρια και τη βορειοδυτική Αφρική, τα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο (περιλαμβανομένων και πολλών νησιών), τη νότια και ανατολική Αραβική Χερσόνησο, το Ιράν, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Πρόσφατα εξαφανίστηκε από την Ιταλία και τη Σλοβενία. Η ταξινομική θέση των ασιατικών και αφρικανικών πληθυσμών του χρήζει διερεύνησης. 

Στην Ελλάδα είναι αρκετά κοινό, καθώς απαντάται σε όλη την ηπειρωτική χώρα, ενώ έχει εντοπιστεί και σε πολλά νησιά του Αιγαίου και του Ιόνιου πελάγους και την Κρήτη. 

Το είδος αυτό προτιμάει καρστικές περιοχές χαμηλού και μέτριου υψομέτρου με χαμηλή βλάστηση και αραιά δέντρα. Οι αποικίες του (συνήθως πυκνές συναθροίσεις λίγων εκατοντάδων ατόμων) σχηματίζονται συνήθως σε ασβεστολιθικά σπήλαια και σε ορυχεία. Συχνά μοιράζεται τα καταφύγιά του με άλλα είδη των γενών Rhinolophus, Myotis και Miniopterus. Διαχειμάζει σε σπήλαια με ήπιες θερμοκρασίες (13.8 - 17 βαθμοί Κελσίου). 

Έχει ιδιαίτερα ευέλικτη πτήση και συνήθως πετάει κοντά στην βλάστηση. Κυνηγάει σε μία ακτίνα μερικών χιλιομέτρων γύρω από το καταφύγια του. Στην Κρήτη είναι δραστήριο ακόμα και το χειμώνα όταν ο καιρός το επιτρέπει. Το διαιτολόγιο του είναι γνωστό μόνο από τη Ροδόπη, όπου τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με νυχτοπεταλούδες.

Λίγα είναι γνωστά για τις αναπαραγωγικές συνήθειες αυτού του είδους, αλλά το ζευγάρωμα γίνεται το φθινόπωρο (αν όχι και αργότερα) μέσα στα καταφύγια. Τα θηλυκά ωριμάζουν αναπαραγωγικά μετά το δεύτερο έτος της ηλικίας τους και γεννάνε ένα μόνο μικρό. Στην Κρήτη τα νεαρά πετάνε ήδη από τις αρχές του Ιουνίου, πιθανώς όταν το κλίμα της προηγούμενης άνοιξης είναι ευνοϊκό. 

Περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της σύμβασης της Βέρνης και της σύμβασης της Βόννης. Περιλαμβάνεται επίσης στα παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας  92/43 της ΕΕ. Επίσης προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Λόγω της ευρύτατης κατανομής του θεωρείται ως είδος μειωμένου ενδιαφέροντος (LC) παγκοσμίως (IUCN), αλλά στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας χαρακτηρίζεται ως Σχεδόν Απειλούμενο (NT), καθώς μέχρι στιγμής στη χώρα μας δεν έχουν βρεθεί πολλές και μεγάλες αποικίες. Τα αίτια της εξαφάνισής του από τα νοτιοανατολικά των Άλπεων και της δραματικής συρρίκνωσης των πληθυσμών του στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία δεν είναι γνωστά. Απειλείται κυρίως από την υποβάθμιση των καταφυγίων του (τουριστική εκμετάλλευση σπηλαίων, κατάρρευση εγκαταλειμμένων ορυχείων, αποφράξεις με μπάζα κ.α.).